10 Ιουνίου 323 π.Χ. πέθανε στη Βαβυλώνα ο Μέγας Αλέξανδρος – Ο Μέγιστος των Ελλήνων

10-iouniou-323-p-ch-pethane-sti-vavilona-megas-alexandros-megistos-ton-ellinon-700x360

Σαν σήμερα στις 10 Ιουνίου 323 π.χ. πέθανε στη Βαβυλώνα ο Μέγας Αλέξανδρος – ο Μέγιστος των Ελλήνων – σε ηλικία 33 ετών.

Ο Αλέξανδρος Γ’ γεννήθηκε το 356 π.Χ στην Πέλλα, την πρωτεύουσα τότε του Μακεδονικού βασιλείου. Ήταν γιος του Μακεδόνα Φιλίππου Β’ και της Ολυμπιάδας, Πριγκήπισσας των Μολοσσών στην Ήπειρο. Συνέχεια ανάγνωσης «10 Ιουνίου 323 π.Χ. πέθανε στη Βαβυλώνα ο Μέγας Αλέξανδρος – Ο Μέγιστος των Ελλήνων»

29 Μαΐου 1453: Μία ημέρα που οι Έλληνες δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουν

Είναι βράδυ της 28ης Μαΐου 1453. Μόλις έχει τελειώσει η δοξολογία μπροστά από την εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας φτιαγμένης από τον Απόστολο Λουκά, αφού όλοι έψαλλαν – ωΐμέ! – για τελευταία φορά τον Ακάθιστο Ύμνο, αναχωρούν για τις επάλξεις
αυτοί που θα υπερασπίζονταν τα Θεοφύλακτα Τείχη που προστάτεψαν για 1000 χρόνια τη Πόλη των Κωνσταντίνων. Όλοι έλαβαν τη Θεία Ευχαριστία, κοινώνησαν μέσα στην Πορφυρογέννητο Ιουστινιανή της του Θεού Σοφίας την μεγάλη Εκκλησιά τη καρδιά του παγκόσμιου Χριστιανισμού! Το σύμβολο του μεσαιωνικού Ελληνισμού! Ζήτησαν συγχώρεση ο ένας από τον άλλον χιλιάδες κόσμος.

Ο αυτοκράτορας έγινε αντιληπτός μόλις για λίγα λεπτά από το θεοσεβούμενο πλήθος. Το βάρος της ευθύνης του να σώσει ένα έθνος, μια τιμή, μια χιλιόχρονη ιστορία, τη μνήμη των Κωνσταντίνων, τον ελληνικό πολιτισμό, όλα αυτά μαζί με το γρίφο της υπεράσπισης της Πόλης και την επίλυση του σχεδίου άμυνας φορτώνουν τον έσχατο αυτοκράτορα με «’Ακάνθινο Στέφανο»…

«Πώς να δώσω την πόλη σε εσένα, αφού ούτε δική μου είναι, ούτε κάποιου άλλου από όσους κατοικούν εδώ. Γνώμη όλων μας είναι να πεθάνουμε οικειοθελώς και να μην “τσιγκουνευτούμε” την ζωή μας»

Αυτό ήταν το σθεναρό «όχι» του τελευταίου Αυτοκράτορα του Βυζαντίου, του «μαρμαρωμένου Βασιλιά», Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου στον Σουλτάνο Μωάμεθ Β’, όταν του ζήτησε την εγκατάλειψη και παράδοση της πρωτεύουσας του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, της Κωνσταντινούπολης.

Όπως αναφέρει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο βιβλίο του «Γεννήθηκα στο 1402», «Ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε να γίνει ο πρώτος αρχηγός ενός υπόδουλου Γένους. Αποστολή δική του ήταν να γίνει ο τελευταίος του ελεύθερου Γένους…»

Η επίθεση του φανατισμένου στο έπακρον εχθρού δεν ήταν αιφνίδια… Ολόκληρη η Πόλη επαγρυπνούσε. Υποδέχτηκε τους «Τούρκους», οι περισσότεροι από αυτούς εκτουρκισμένοι Έλληνες, αφού οι αυθεντικοί Τούρκοι είναι λίγοι, με γενναιότητα και πείσμα. Η αναλογία ήταν 1 Έλληνας προς 30-50 Οθωμανούς. Αυτό όμως δεν τους πτόησε!

Μαχόμενοι μέχρις εσχάτων και, εμποδίζοντας τον εχθρό να περάσει τα τείχη, κατάφεραν να κερδίσουν την πρώτη φάση του Αγώνα. Όλοι πίστεψαν -και όχι αδίκως- πως το θαύμα ήταν «προ των πυλών»! Μπορούσαν να νικήσουν τον οθωμανικό στρατό.. Φυσικά και μπορούσαν…

Η ψυχή τους δεν τους επέτρεπε να λυγίσουν…

Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως ανέτρψε τον ρου των πραγμάτων. Ένα «ξεχασμένο» πορτάκι που είχε… μείνει ανοιχτό. Η περίφημη Κερκόπορτα…  Ας σημειωθεί ότι πριν την μεγάλη επίθεση των Οθωμανών ο ίδιος ο Αυτοκράτορας είχε φροντίσει ώστε να είναι καλά σφραγισμένες όλες οι πόρτες που οδηγούσαν εντός των τειχών…  Και ποιος γνώριζε καλύτερα την Κωνσταντινούπολη από αυτόν;

Οι «Τούρκοι» άρχισαν να ορμούν στην πόλη από την Κερκόπορτα και να σφαγιάζουν τον πληθυσμό. Ο Κωνσταντίνος Παλιολόγος μόλις ειδοποιήθηκε το συμβάν έσπευσε να προλάβει. Χτυπήθηκε όμως ξαφνικά από τα νώτα..

Παρόλ’ αυτά αποδεκάτιζε μανιωδώς τον εχθρό και προσπαθούσε να ενώσει τους Έλληνες μέχρι που ξεψύχησε…

Η ομορφότερη πόλη που χτίστηκε ποτέ ανά τους αιώνες βρισκόταν πλέον στα χέρια του κατακτητή. Για τρία μερόνυχτα ο Μωάμεθ με την ελληνίδα μάνα από την Ρόδο και ο στρατός  λεηλάτησαν, βεβήλωσαν την πόλη, έσφαξαν  μεγάλο μέρος του πληθυσμού, βίασαν, κατέστρεψαν τα πάντα…

Χαρακτηριστικό της βαρβαρότητάς τους ήταν η εισβολή τους στην Αγία Σοφία και η σφαγή των αμάχων που είχαν βρει εκεί άσυλο..

Μια παράδοση αναφέρει ότι την ώρα της εισβολής τελούνταν Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό. Τότε ο τοίχος πίσω από την Αγία Τράπεζα άνοιξε και εξαφανίστηκε ο ιερέας. Όταν η Πόλη επιστρέψει εκεί, όπου ανήκει, τότε ο ιερέας θα επανεμφανιστεί και θα ολοκληρώσει την Λειτουργία…

Η Πρωτεύουσα του Ελληνισμού και του Χριστιανισμού, είτε το θέλουν μερικοί είτε όχι, βρίσκεται ακόμα υπό τουρκική κατοχή! Και σε περίπτωση που κάποιοι σπεύσουν να πουν ότι πλέον τα εδάφη είναι τουρκικά, τους απαντάμε πως πολλοί ακόμα λαοί έχουν κατηγορήσει και συνεχίζουν να κατηγορούν την Τουρκία -ανάμεσα σε αυτούς οι Αρμένιοι, οι Κούρδοι, οι Αλεβίτες– για παράνομη κατοχή εδαφών.

Άλλωστε μέχρι σήμερα υπάρχει μεγάλο ποσοστό κρυπτοχριστιανών, οι οποίοι διαφυλάττουν κρυφά την πίστη τους. Αλλά και πολλοί Ελληνογενείς, είτε ως απόγονοι των Μικρασιατικών πληθυσμών που ζούσαν εκεί, είτε ως εναπομείναντες παιδομαζώματος, γενιτσαρισμών, κλπ…


pygmi

Δον Θεόδωρος Γκριέγκο: Ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στο έδαφος των σημερινών ΗΠΑ το 1528

Δον Θεόδωρος Γκριέγκο: Θεωρείται ο πρώτος Έλληνας που έφτασε στην Αμερική

Ονομαζόταν Θεόδωρος και αποβιβάστηκε σε ακτή της Φλώριδας στις 14 Απριλίου του 1528. Ήταν μέλος ισπανικής εξερευνητικής αποστολής.

Στις 17 Ιουνίου του 1527 από το λιμάνι Σανλούκαρ της Αναδαλουσίας απέπλευσε ένας στολίσκος από πέντε πλοία, με κυβερνήτη τον σκληροτράχηλο δον Πανφίλο ντε Ναρβάεθ και προορισμό της δυτικές ακτές του Μεξικού και της Φλώριδας, που τότε ήταν αποικίες του ισπανικού στέμματος.

Ανάμεσα στα μέλη του πληρώματος ήταν και κάποιος Έλληνας ονόματι Θεόδωρος, όπως αναφέρει στο ημερολόγιο που κρατούσε ο ταμίας της αποστολής Αλβάρ Νούνιεθ Καμπέθα ντε Βάκα. Ο συμπατριώτης μας θα πρέπει να ήταν κάποιος μισθοφόρος που διψούσε για εύκολο χρήμα, συνηθισμένο φαινόμενο εκείνη την εποχή.

Ο στολίσκος του Ναρβάεθ, μετά από πολλές περιπέτειες, προσορμίστηκε στις ακτές της δυτικής Φλώριδας, κοντά στη σημερινή πόλη Τάμπα, στις 14 Απριλίου του 1528.

Εκεί τους υποδέχθηκαν κάποιοι Ινδιάνοι που τους έδειξαν μικρά κομματάκια χρυσού. Όταν οι κονκισταδόρες τους ρώτησαν πού τα βρήκαν, οι Ινδιάνοι έδειξαν τα βουνά στα ενδότερα της περιοχής, όπου κατοικούσαν οι Απαλάτσι, μία φυλή Ινδιάνων.

Η ευκαιρία που τους παρουσιαζόταν ήταν μοναδική. Αμέσως ξεκίνησαν για τη χρυσοφόρο περιοχή, αλλά κατά τη διαδρομή πολλοί από αυτούς αφανίστηκαν από τις αρρώστιες, ενώ οι εναπομείναντες βρέθηκαν σε αφιλόξενα εδάφη και έχασαν τον προσανατολισμό τους.

Από το αδιέξοδο τους έβγαλε ο Έλληνας (Griego), όπως τον αποκαλούσαν.

Ο Θεόδωρος θα πρέπει να είχε γνώσεις ναυπηγικής, αφού κατόρθωσε να κατασκευάσει βάρκες, με τις οποίες οι χρυσοθήρες κατόρθωσαν να διαφύγουν μέσω των παραποτάμων του Μισισιπή και στις 28 Οκτωβρίου του 1528 να φθάσουν σ’ ένα όρμο, κοντά στη σημερινή πόλη της Πενσακόλα, αρκετά μακριά από την αρχική τους βάση.

Οι Ινδιάνοι της περιοχής προσφέρθηκαν να τους προμηθεύσουν νερό και ο Θεόδωρος τους ακολούθησε. Έκτοτε, αγνοούνται τα ίχνη του, παρά τις προσπάθειες των συντρόφων του να τον βρουν.

Υπέθεσαν ότι ο Θεόδωρος τους «πούλησε», για να καρπωθεί μόνο αυτός το χρυσάφι. Η αποστολή του δον Πανφίλο ντε Ναρβάεθ επέστρεψε στην Ισπανία το 1537, δέκα χρόνια αφότου είχε αναχωρήσει από το λιμάνι Σανλούκαρ της Ανδαλουσίας.

Τρία χρόνια αργότερα, ο γραμματέας του Ισπανού κατακτητή Ερνάντο Ντε Σότο, Γονθάλο Βαλντέζ, βρέθηκε στην περιοχή, όπου είχε εξαφανισθεί ο Θεόδωρος και πληροφορήθηκε από Ινδιάνους ότι είχε δολοφονηθεί για άγνωστο λόγο από ομοεθνείς τους.

Η Ελληνική κοινότητα της Φλώριδας θεωρεί τον Θεόδωρο τον πρώτο Έλληνα που πάτησε το πόδι του στην Αμερική.

Ανήγειρε, μάλιστα, άγαλμά του στην παραλία της πόλης Κλιαργουότερ της Φλώριδας, τα αποκαλυπτήρια του οποίου έγιναν στις 8 Ιανουαρίου του 2005.

ΠΗΓΗ

Ο Αθανάσιος Διάκος υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στη Λιβαδειά

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ… 31 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821… Ο Αθανάσιος Διάκος υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στη Λιβαδειά

Η έκρηξη της Επανάστασης στη περιοχή της Λιβαδειάς εκδηλώθηκε τη νύκτα της 25ης προς 26η Μαρτίου 1821 όταν έπεσε το «1ο βόλι» από τον Βασίλη Μπούσγο και τους ένοπλους άνδρες του(του είχαν θέσει στη διάθεσή του οι προύχοντες της Αράχοβας), στη θέση «στενό του Ζεμενού» σκοτώνοντας μερικούς Τούρκους. Η εμπλοκή αυτή που έγινε με υπόδειξη του Αθανασίου Διάκου λόγω της παρατεινόμενης ασυμφωνίας και αναβλητικότητας των προκρίτων της Λιβαδειάς, όπως και στα Καλάβρυτα, έσπευσε στη συνέχεια να την παρουσιάσει ευφυέστατα στον Χασάν Αγά της Λιβαδειάς ο ίδιος ο Α. Διάκος ως δήθεν επίθεση της εμπροσθοφυλακής του Ο. Ανδρούτσου που πλησιάζει με 10.000 Έλληνες επαναστάτες.

Την ίδια ημέρα(26/03) ο Α. Διάκος έλαβε άδεια της ελεύθερης στρατολόγησης ενόπλων ανδρών. Σε νέα προσπάθεια, ο Α. Διάκος δεν πέτυχε τη σύμπνοια των προκρίτων προχώρησε σε πολεμικές ενέργειες αγνοώντας τους. Την νύχτα της 28ης προς 29η Μαρτίου ηγούμενος των στρατολογημένων από τον ίδιο επαναστατών κατέλαβε τον λόφο του Προφήτη Ηλία κατ΄ απέναντι θέση από το κάστρο της Λιβαδειάς στο οποίο και στον Πύργο Ώρα, στο μέσον της πόλης, είχαν καταφύγει οι Τούρκοι έχοντας μαζί τους ως ομήρους τους προεστώτες Ν. Νάκο και Λογοθέτη μόλις έμαθαν τον ξεσηκωμό της Άμφισσας. Από εκεί, μετά την άρνηση του Χασάν αγά να παραδώσει την πόλη, ο Α. Διάκος άρχισε την επίθεση. Στις 31/03, κατελήφθη η πόλη ενώ οι Τούρκοι, που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και στις 01/04(13/04 νέο ημερολόγιο) παραδόθηκε το κάστρο.

Σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου(Αταλάντης) και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Στις 26/06, διερχόμενος από την περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης καταλαμβάνοντας την πόλη. Εκτός του κάστρου πυρπόλησε μεγάλο μέρος της αυτής. κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η πόλη δοκιμάστηκε επανειλημμένα από τις τουρκικές στρατιές που κατευθύνονταν στην Πελοπόννησο. Στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Κατά τις επιχειρήσεις του 1828 στην Α. Στερεά, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στη Λιβαδειά πολιορκήθηκαν από το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και από άτακτο ιππικό, και στις 05/11/1828 παρέδωσαν την πόλη. Νέο τουρκικό σώμα υπό τον Μαχμούτ πασά κατέλαβε και πάλι τη Λιβαδειά, που αναγκάστηκε όμως να την εγκαταλείψει(08/02/1829) για να αποφύγει την κύκλωση με το σχέδιο που εφάρμοζε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετά δε τη μάχη της Πέτρας εξαφανίστηκαν και όλοι οι Τούρκοι από την Βοιωτία.

https://www.scribd.com/embeds/133204744/content?start_page=1&view_mode=scroll&show_recommendations=true
H ηρωική του αντίσταση στην Αλαμάνα και ο μαρτυρικός του θάνατος στη Λαμία έγιναν θρύλος στη συνείδηση του λαού μας. Σε νεαρή ηλικία μόνασε ως δόκιμος και μετά διάκος στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου της Αρτοτίνας. Μερικά χρόνια πριν την Επανάσταση υπηρέτησε στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων) του Αλή Πασά. Μετά το 1820 εκλέχθηκε αρχηγός στο αρματολίκι της Ρούμελης, στη θέση του καταδιωκόμενου Ανδρούτσου, με τον οποίο είχε στενό σύνδεσμο. Την εποχή αυτή μυείται στη Φιλική Εταιρεία. Το 1821 ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης στη Λιβαδειά (31 Μαρτίου ­ 1 Απριλίου) και εκκένωσε μαζί με τους Δουβουνιώτη και Πανουργιά την Ανατολική Στερεά από τους Τούρκους. Στη γέφυρα της Αλαμάνας στις 22 Απριλίου 1821 προσπάθησε να ανακόψει την πορεία του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσέ Μεχμέτ προς την Πελοπόννησο. Το βάρος της σύγκρουσης έπεσε στον Αθανάσιο Διάκο που έλεγχε το δρόμο από τη Δαμάστα. Μετά από πολύωρη μάχη, τραυματισμένος στο δεξί χέρι αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους, μεταφέρθηκε στη Λαμία όπου θανατώθηκε με ανασκολοπισμό, 23 Απριλίου 1821. Η θυσία του ενίσχυσε το φρόνημα των αγωνιζομένων και η δράση του ενέπνευσε πολλούς.

Κατά τη λαική παράδοση…..
Εγγονός ενός ντόπιου κλέφτη, είχε έφεση στη θρησκεία και σε μικρή ηλικία στάλθηκε από τους γονείς του στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα, για την εκπαίδευσή του. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του, έγινε πολύ γρήγορα διάκος.

Η γέφυρα της Αλαμάνας
Ο Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ’ την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ’ τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Ο Διάκος ήταν άφταστος στα αγωνίσματα, στα όπλα και στην ανδρεία. Στα 1818 έγινε το πρώτο από τα επτά πρωτοπαλήκαρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μαζί του μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία και έβαλε σκοπό της ζωής του την απελευθέρωση της φυλής. ΄Ετσι δημιούργησε δικό του στρατό και ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης σε όλη την Ελλάδα.

Οι Τούρκοι αποφάσισαν να τον αντιμετωπίσουν και έστειλαν τον στρατηγό Ομέρ Βρυώνη με 9.000 στρατιώτες.
Ο Διάκος είχε μόνο 1.500 παληκάρια. Η μάχη έγινε στην Αλαμάνα, εκεί όπου 23 αιώνες πριν, έπεσε ο Λεωνίδας με τους 300. Ο Διάκος πολέμησε ηρωϊκά, αλλά στο τέλος οι Τούρκοι τον συνέλαβαν και τον σούβλισαν.
Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μονο ένα παράπονο βγήκε απ’τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού:

«Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει,
τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι».

Η αιχμαλωσία του Α.Διάκου

Προσευχή του Διάκου την παραμονή της μάχης της Αλαμάνας
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ήτανε νύχτα. Τα βουνά, οι λαγκαδιές, τα δένδρα,οι βρύσες, τ’ αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ’ αγέρι, στέκουν βουβά ν’ ακούσουνε την προσευχή του Διάκου.« Όταν η μαύρ’ η μάνα μου, εμπρός σε μιαν εικόνα, Πλάστη μου, μ’ εγονάτιζε με σταυρωτά τα χέρια καί μώλεγε να δεηθώ για κειούς, που το χειμώνα σα λύκοι ετρέχαν στα βουνά με χιόνια, μ’ αγριοκαίρια, για να μη ζούνε στο ζυγό, ένιωθα τη φωνή μου να ξεψυχάη στα χείλη μου, εσπάραζε η καρδιά μου,
μου ετρέμανε τα γόνατα, σα νά ‘θελε η ψυχή μου να φύγη με τη δέηση από τα σωθικά μου.
Ύστερα μούλεγε κρυφά να Σου ζητώ τη χάρη και να μ’αξιώσης μια φορά ένα σπαθί να ζώσω
και να μην έρθη ο θάνατος να μ’εύρη να με πάρη, πρίν πολεμήσω ελεύθερος, για Σέ πριν το ματώσω.
Πατέρα παντοδύναμε, άκουσες την ευχή μου• μου φύτεψες μέσ’ στην καρδιά αγάπη, πίστη, ελπίδα, έδωκες μια αχτίδα Σου αθέρα στο σπαθί μου και μού’πες: Τώρα πέθανε για Με, για την Πατρίδα.
Έτοιμος είμαι, Πλάστη μου! Λίγες στιγμές ακόμα και σβηώνται τ’ άστρα Σου για με. Για με θα σκοτειδιάση τ’ όμορφο γλυκοχάραμα. Θα μου κλειστή το στόμα, που εκελαηδούσε στα βουνά, στη ρεματιά, στη βρύση• θα μαραθούν τα πεύκα μου. Αραχνιασμέν’ η λύρα, που μου ήταν αδερφοποιητή κι όπου μ’ εμέ στη φτέρη αγκαλιασμένη επλάγιαζε, τώρα θα μείνη στείρα
καί στ’ άψυχο κουφάρι της θα να βογγάη τ’ αγέρι.
Όλα τ’ αφήνω με χαρά, χωρίς ν’ αναστενάξω.
Και τό’χω περηφάνεια μου, που εδιάλεξες εμένα αυτήν την έρμη την ποριά με το κορμί να φράξω.
Ευχαριστώ Σε, Πλάστη μου! Δε θα χαθούν σπαρμένα και δε θα μείνουν άκαρπα τ’ άχαρα κόκκαλά μου.
Ευλόγησέ τηνε τη γη, οπού θα μ’ αγκαλιάση και στοίχειωσε κάθε σπειρί από τα χώματα μου,
να γένη αδιάβατο βουνό το μνήμα του Θανάση.
Θέ μου! ξημέρωσέ τηνε την αυριανή τη μέρα!
Θα μας θυμάτ’ η Αρβανιτιά και θα την τρώ’ η ζήλεια.
Θα χλιμιντράνε τ’ άλογα, θα καίνε τον αγέρα με τ’ άγρια τα χνώτα τους γκέκικα καριοφίλια,
θα γίνουν πάλι τα Θερμιά λαίμαργη καταβόθρα.
Χιλιάδες ήρθαν θερισταί και Χάρος οργοτόμος, μουγκρίζουν, φοβερίζουνε, πως δε θα μείνη λώθρα σ’ αυτήν τη δύστυχη τη γη, φωτιά, δρεπάνι, τρόμος.
Κι εμείς θα πάμε με χαρά σ’ αυτόν τον καταρράχτη.
Επάνωθέ μας θά’σαι Σύ, και τα πατήματα μας θα νά’χουνε για στήριγμα τη φοβερή τη στάχτη,
πώμεινε σπίθ’ακοίμητη βαθιά στα σωθικά μας.
Δυνάμωσέ μας, Πλάστη μου! Για ν’ ακουστή στη Δύση, πως δεν απονεκρώθηκε και πως θ’ ανθοβολήση τώρα με τα Μαγιάπριλα ή δουλωμένη χώρα.
Ευλογημέν’ η ώρα!»
Έσκυψ’ ο Διάκος ως τη γη, έσφιξε με τα χείλη κι εφίλησε γλυκά γλυκά το πατρικό του χώμα.
Έβραζε μέσα του η καρδιά και στα ματόκλαδά του καθάριο, φωτοστόλουστο, ξεφύτρωσ’ ένα δάκρυ…
Χαρά στο χόρτο πώλαχε να πιη σε τέτοια βρύση.
Πλαγιάζει ο λεονταρόψυχος! Τα νιάτα, η θωριά του, τ’ αστέρια βλέπουν με χαρά και κάπου κάπου αφήνουν κρυφά το θόλο τ’ ουρανού για να διαβούν σιμά του.
Μοσχοβολάει τριγύρω του και τον σφιχταγκαλιάζει στον κόρφο της η άνοιξη, σα νά’τανε παιδί της•Χαρούμενα τα λούλουδα φιλούν το μέτωπο του.
χάνει με μιας την ασχημιά και την ταπεινοσύνη ο έρμος ο αζώηρος, η ποταπή η λαψάνα,
γλυκαίνει το χαμαίδρυο, στου χαμαιλειού τη ρίζα αποκοιμιέται ο θάνατος και το περιπλοκάδι,
που πάντα κρύβεται δειλό και τ’ άπλερο κορμί του αλλού στυλώνει το φτωχό, δυναμωμένο τώρα τρελλό, περηφανεύεται και θέλει να κλαρώση στ’ανδρειωμένο μέτωπο για ν’ ακουστή πως ήταν στη φοβερή παραμονή μια τρίχ’ απ’ τα μαλλιά του.

Πλαγιάζει ο λιονταρόψυχος! Του ύπνου του οι ώραις όσο κι’αν φύγουν γρήγορα, μεσότοιχο θα γένουν ν’αποστομώσουν το θολό, τ’ αγριωμένο κύμα του χρόνου που μας έπνιξε. Μ’ εκείνην την ρανίδα πώσταξ’ από τα μάτια του θα ξεπλυθή η μαυράδα, που ελέρωνε της μοίρας μας το νεκρικό δεφτέρι.

Ο Διάκος στο κρεββάτι του, ζωσμένος τη φλοκάτη, σαν αητός μες στη φωλιά, ολάκερο ένα γένος έκλωθ’ εκείνην την βραδιά. Όταν προβάλ’η μέρα, θα νάβγουν τ’ αητόπουλα με τροχισμένα νύχια, με θεριεμμένα τα φτερά, ν’αρχίσουν το κυνήγι…
Πλάστη μεγαλοδύναμε! Αξίωσέ μας όλους, πριν μας σκεπάση η μαύρη γη, στα δουλωμένα πλάγια να κοιμηθούμε μια νυχτιά τον ύπνο του Θανάση!

hellasforce.com